άνηθο

άνηθο
Φυτό μονοετές της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα), που αυτοφύεται στις μεσογειακές χώρες, στην Αφρική και στην Ασία. Φτάνει σε ύψος τα 30-70 εκ., έχει γραμμωτούς, κοίλους βλαστούς και χρώμα γαλαζοπράσινο, φύλλα φτερωτά, κατά νηματοειδή φυλλάρια, άνθη κίτρινα κατά σκιάδια και καρπούς ωοειδείς. Είναι γνωστό από την αρχαιότητα, με την ίδια ονομασία. Από τα άνθη του παρασκεύαζαν το ανήθινον μύρον και από τους καρπούς του τον ανήθινον οίνον. Έχει γεύση και άρωμα που θυμίζει το γλυκάνισο και χρησιμοποιείται ως μυρωδικό στη μαγειρική και ως φαρμακευτικό. Από τα σπέρματά του εξάγεται με απόσταξη το ανηθέλαιο, με μυρεψικές και φαρμακευτικές ιδιότητες. Επιστημονικά ονομάζεται ά. το βαρύοσμο.
* * *
το κ. άνηθος, ο (AM ἄνηθον κ. ἄννηθον κ. ἄνητον κ. ἄννητον)
αρωματικό φυτό τής οικ. των Σκιαδοφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο της Ελληνικής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άνηθο — άνηθο, το και άνηθος, ο γένος φυτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανήθινος — ἀνήθινος και ἀνήτινος, η, ον (AM) κατασκευασμένος με άνηθο ή από άνηθο (για στεφάνια, κρασί, ποτά, φάρμακα) …   Dictionary of Greek

  • άνηθος — ο βλ. άνηθο …   Dictionary of Greek

  • άνητον — το (Α) βλ. άνηθο …   Dictionary of Greek

  • ένθρυσκον — ἔνθρυσκον και ἄνθρυσκον, το (Α) άγριο φυτό με σκιαδωτό άνθος, κατά το λεξικό Σούδα παρόμοιο με τον άνηθο και τον μάραθο …   Dictionary of Greek

  • ανίκητος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Απελεύθερος του Νέρωνα και παιδαγωγός του (1ος αι. μ.Χ.). Συμμετείχε στην οργάνωση της δολοφονίας της μητέρας του Νέρωνα Αγριππίνας και τον βοήθησε να καταδικάσει σε θάνατο τη γυναίκα του Οκταβία καταγγέλλοντάς την με …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • μαγειρίτσα — και μαγερίτσα, η είδος σούπας που παρασκευάζεται με εντόσθια αρνιού, φρέσκα κρεμμύδια, άνηθο, λίγο ρύζι και αβγολέμονο και παρατίθεται στο μεταμεσονύκτιο δείπνο μετά την τελετή τής Ανάστασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγειρεία + υποκορ. κατάλ. ίτσα] …   Dictionary of Greek

  • ψευδοβούνιον — τὸ, Α είδος φυτού συγγενούς με το άνηθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + βούνιον*] …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”